23.06.2016

Στις 23 Ιουνίου 2016, ο Βρετανικός λαός αποφάσισε, με δημοψήφισμα, την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Η αποχώρηση υπερψηφίσθηκε με το 51,9% των καταγεγραμμένων ψήφων.

29.03.2017

Στις 29 Μαρτίου 2017, η Βρετανική κυβέρνηση ενεργοποίησε το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), που προσδιορίζει τον τρόπο αποχώρησης ενός κράτους-μέλους.

31.1.2020

Το Άρθρο 50ΣΕΕ προέβλεπε ότι η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ πρέπει να πραγματοποιηθεί δύο έτη μετά την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 (αρχικά προβλεπόταν για την 29η Μαρτίου 2019). Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ πραγματοποιήθηκε τελικά στις 31 Ιανουαρίου 2020, έπειτα από τρεις παρατάσεις (12 Απριλίου 2019, 31 Οκτωβρίου 2019 και 31 Ιανουαρίου 2020).

Μέθοδος

Διαπραγμάτευση: Ποιος και πως

Έπειτα από την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 ΣΕΕ από το Ηνωμένο Βασίλειο τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οργάνωσαν ταχύτατα την διαπραγματευτική τους τακτική για τις διαπραγματεύσεις της Συμφωνίας Αποχώρησης (διαπραγματεύσεις Άρθρου 50).

Με παρόμοιο τρόπο οργανώνουν και την διαπραγματευτική τους τακτική για τις διαπραγματεύσεις της μελλοντικής σχέσης Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ. 

κοινός διαπραγματευτής για τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ.
Η διαπραγματευτική ομάδα της ΕΕ αποτελείται από μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με επικεφαλής τον Michel Barnier. Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται στις Βρυξέλλες.

στενός έλεγχος και παρακολούθηση
των διαπραγματεύσεων από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ.
Μέσω ειδικής διαδικασίας στις Βρυξέλλες (συναντήσεις Άρθρου 50) τα 27 κράτη-μέλη καθορίζουν τις στρατηγικές κατευθύνσεις και την διαπραγματευτική θέση της ΕΕ.

τακτική ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τηρείται τακτικά ενήμερο για τις διαπραγματευτικές θέσεις του Συμβουλίου και υιοθετεί Ψηφίσματα για το Brexit που λαμβάνονται υπόψιν από το Συμβούλιο και την διαπραγματευτική ομάδα της ΕΕ.

Συμφωνία Αποχώρησης

Οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών της Ένωσης επεδίωξαν εξαρχής μία συνολική συμφωνία εξόδου με το Ηνωμένο Βασίλειο που να εξασφαλίζει οργανωμένη αποχώρηση, περιορισμό της αβεβαιότητας και μείωση των επιπτώσεων της εξόδου σε πολίτες, επιχειρήσεις και δημόσιες διοικήσεις των κρατών-μελών της Ένωσης.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των 27 και του Ηνωμένου Βασιλείου κατέληξαν στην νομικά δεσμευτική Συμφωνία Αποχώρησης, η οποία εγκρίθηκε, καταρχήν, στις 14 Νοεμβρίου 2018 από την Βρετανική κυβέρνηση και από τους ηγέτες των υπολοίπων 27 κρατών-μελών.Δεν εγκρίθηκε όμως από τη Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων.Αφού δόθηκε παράταση στη διαδικασία του Brexit μέχρι 31 Οκτωβρίου 2019 η Συμφωνία Αποχώρησης αναθεωρήθηκε ως προς το Πρωτόκολλο για την Ιρλανδία.

Το αναθεωρημένο Πρωτόκολλο για την Ιρλανδία μαζί με την αναθεωρημένη Συμφωνία Αποχώρησης (ως προς τα άρθρα 184 και 185) εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης Οκτωβρίου 2019 (από τον Βρετανό πρωθυπουργό και τους 27 ηγέτες των κρατών μελών της Ε.Ε.) και αναμένεται τώρα  να εγκριθούν και από τη Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων.

Κοινή Πολιτική Διακήρυξη για τις Μελλοντικές Σχέσεις

Οι ηγέτες των 27 και του Ηνωμένου Βασιλείου επεδίωξαν επίσης να εξειδικεύσουν την μελλοντική συνεργασία Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου, όταν αυτό θα πάψει να είναι κράτος μέλος της ΕΕ. Το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων των δύο πλευρών αποτυπώθηκε σε Κοινή Πολιτική Διακήρυξη, που συνόδευε την αρχική Συμφωνία Αποχώρησης (Νοεμβρίου 2018).

Η Κοινή Πολιτική Διακήρυξη επίσης δεν έτυχε έγκρισης από τη Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων και αναθεωρήθηκε μαζί με τη Συμφωνία Αποχώρησης/Πρωτόκολλο για την Ιρλανδία. Η αναθεωρημένη Κοινή Πολιτική Διακήρυξη εγκρίθηκε και αυτή στις 17 Οκτωβρίου 2019 από τη Βρετανική κυβέρνηση και τους ηγέτες των 27 κρατών-μελών της ΕΕ.

Η αναθεωρημένη Κοινή Πολιτική Διακήρυξη περιλαμβάνει τους βασικούς τομείς μελλοντικής συνεργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, προβλέπει την σύναψη Συμφωνίας Ελευθέρων Συναλλαγών μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς και την συνομολόγηση ειδικότερων συμφωνιών ή επωφελών διευθετήσεων (εμπορικών, οικονομικών, αμυντικών) για θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος.

Η αναθεωρημένη Συμφωνία Αποχώρησης καθορίζει τους όρους του «διαζυγίου» των δύο πλευρών.