Οι κοινές διατάξεις καθορίζουν τους βασικούς όρους και τις ρήτρες για την ορθή κατανόηση, εφαρμογή και λειτουργία της συμφωνίας αποχώρησης.
Οι διατάξεις του Μέρους II διατηρούν πλήρως τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ που ήδη διαβιούν ή/και εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο και, αντιστοίχως, των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου που ζουν ή/και εργάζονται σε κράτος-μέλος της ΕΕ, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους. Τους επιτρέπει να παραμείνουν στις χώρες που έχουν επιλέξει να ζήσουν και να εργασθούν, όπως και πριν την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, δηλαδή με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ισχύουν σήμερα στην ΕΕ βάσει της Οδηγίας για την Ελεύθερη Κυκλοφορία Προσώπων (Οδηγία 2004/38/ΕΚ). Επίσης, εξασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, συνταξιοδότησης, αναγνώρισης των επαγγελματικών τους προσόντων, καθώς και το δικαίωμα συνέχισης της συνεισφοράς τους στις κοινότητές τους. Οι ίδιοι όροι και προϋποθέσεις θα ισχύσουν και για τους πολίτες της ΕΕ που θα μεταβούν για εγκατάσταση ή εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο (και αντιστοίχως για τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που θα μεταβούν σε κράτος-μέλος της ΕΕ) κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (έως 31.12.2020).
Οι διατάξεις του Μέρους III στοχεύουν στην ομαλή έξοδο και αφορούν στις διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθηθούν ώστε να τερματιστεί σταδιακά, για το Ηνωμένο Βασίλειο, το καθεστώς μέλους της ΕΕ. Για παράδειγμα, επιτρέπουν στα αγαθά που κυκλοφορούν στην Ενιαία Αγορά πριν το τέλος της μεταβατικής περιόδου να φτάσουν, χωρίς προβλήματα, στον τελικό προορισμό τους ακόμη και μετά το τέλος της μεταβατικής περιόδου. Προστατεύουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένων των γεωγραφικών ενδείξεων της ΕΕ μέχρι να συμφωνηθεί η μελλοντική εμπορική συμφωνία ΗΒ και ΕΕ. Προβλέπουν την σταδιακή κατάργηση της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές, διοικητικές ή αστικές υποθέσεις. Επιτρέπουν την χρήση και ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (βλέπε παρακάτω). Διευθετούν θέματα πυρηνικής χρήσης και ασφάλειας (EURATOM) κλπ.
Οι διατάξεις του Μέρους IV προβλέπουν μεταβατική περίοδο που θα διαρκέσει μέχρι 31.12.2020. Το Άρθρο 132 της Συμφωνίας Αποχώρησης προβλέπει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ μπορούν να αποφασίσουν, από κοινού, την επέκταση της μεταβατικής περιόδου για ένα ή δύο έτη. Η επέκταση μπορεί να γίνει μία μόνο φορά (άπαξ) και η απόφαση πρέπει να ληφθεί πριν την 1η Ιουλίου 2020. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι τρίτη, εκτός ΕΕ, χώρα, χωρίς δικαίωμα συμμετοχής στα όργανα και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ. Θα συνεχίσει όμως να υπόκειται και να σέβεται το σύνολο του κοινοτικού κεκτημένου (του θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ) και να έχει πρόσβαση στην Ενιαία Αγορά και την (ενδοκοινοτική) τελωνειακή ένωση της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι, πρακτικά, δεν θα αλλάξει τίποτα στην καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων κατά τη μεταβατική περίοδο, η οποία θα βοηθήσει τις δημόσιες διοικήσεις, τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν σταδιακά στη νέα πραγματικότητα της τελικής αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι διατάξεις του Μέρους V εξασφαλίζουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα τηρήσει όλες τις χρηματοδοτικές του δεσμεύσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό 2014-2020.
Οι διατάξεις του Μέρους VI αφορούν στην γενική δομή διακυβέρνησης της Συμφωνίας Αποχώρησης και εξασφαλίζουν την αποτελεσματική διαχείριση, εφαρμογή και επιβολή της, μέσω κατάλληλων μηχανισμών επίλυσης διαφορών (Μικτή Επιτροπή, ειδικές επιτροπές που θα επιβλέπουν την εφαρμογή των επιμέρους Μερών της Συμφωνίας κλπ).
Το Πρωτόκολλο για την Ιρλανδία περιλαμβάνει δέσμευση για σεβασμό των προνοιών της ειρηνευτικής Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, διατήρηση της ειρήνης και της κανονικότητας στην καθημερινή ζωή των Ιρλανδών και συνέχιση της συνεργασίας βορρά-νότου στο νησί. Προβλέπει μία ειδική διευθέτηση για τα σύνορα Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (ΕΕ) και Βορείου Ιρλανδίας (ΗΒ), που θα τεθεί σε εφαρμογή στο τέλος της μεταβατικής περιόδου και θα εξασφαλίζει ανοικτό σύνορο μεταξύ βορρά και νότου, χωρίς φυσικές υποδομές και τελωνειακούς ή άλλους ελέγχους. Ειδικότερα, προβλέπει ότι η Βόρειος Ιρλανδία θα ευθυγραμμιστεί με το κανονιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της Ενιαίας Αγοράς της ΕΕ για τα αγαθά (αγρο-διατροφικά και βιομηχανικά προϊόντα), ώστε να αποφευχθούν οι τελωνειακοί, υγειονομικοί, φυτοϋγειονομικοί και κτηνιατρικοί έλεγχοι στα σύνορα Β. Ιρλανδίας – Ιρλανδίας (ΕΕ). Οι όποιοι έλεγχοι θα διενεργούνται από Βρετανικές αρχές, στην Ιρλανδική θάλασσα και τα λιμάνια της Βορείου Ιρλανδίας. Από τις Βρετανικές αρχές θα γίνεται και η επιβολή του εξωτερικού δασμολογίου της ΕΕ, πριν την είσοδο, στη Βόρειο Ιρλανδία, αγαθών τρίτων χωρών που προορίζονται για την ΕΕ. Οι δασμοί αυτοί θα επιβάλλονται αναγκαστικά και στην Βόρειο Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να θεσπίσει, πριν το τέλος της μεταβατικής περιόδου, σύστημα επιστροφής των δασμών αυτών στις βορειο-ιρλανδικές αρχές και επιχειρήσεις. Ανά τετραετία, από το 2024 και έπειτα, η αποκεντρωμένη διοίκηση της Β. Ιρλανδίας θα αποφασίζει για τη συνέχιση ή κατάργηση της ανωτέρω διευθέτησης (μηχανισμός δημοκρατικής νομιμοποίησης και συναίνεσης).
Το Πρωτόκολλο για την Κύπρο αφορά στις δύο Βρετανικές βάσεις (Δεκελίας και Ακρωτηρίου) στην Κύπρο. Προβλέπει την συνέχιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στις βάσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά φορολογία, αγαθά, γεωργία, αλιεία, φυτοϋγειονομικούς και υγειονομικούς κανόνες, καθώς και δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ.
Το Πρωτόκολλο για το Γιβραλτάρ προβλέπει στενή συνεργασία κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ισπανίας για την εφαρμογή των προνοιών της Συμφωνίας Αποχώρησης που αφορούν στα δικαιώματα πολιτών και την διοικητική συνεργασία μεταξύ συναρμοδίων αρχών σε διαφόρους τομείς.