23.06.2016

Στις 23 Ιουνίου 2016, ο Βρετανικός λαός αποφάσισε, με δημοψήφισμα, την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Η αποχώρηση υπερψηφίσθηκε με το 51,9% των καταγεγραμμένων ψήφων.

29.03.2017

Στις 29 Μαρτίου 2017, η Βρετανική κυβέρνηση ενεργοποίησε το Άρθρο 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ). Το Άρθρο 50 ΣΕΕ προσδιορίζει τον τρόπο αποχώρησης ενός κράτους-μέλους από την ΕΕ και προβλέπει ότι η έξοδος πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός δύο ετών, το αργότερο, από την ημερομηνία ενεργοποίησής του.

31.1.2020

Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου προβλεπόταν αρχικά για τις 29 Μαρτίου 2019. Τελικά, πραγματοποιήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2020, έπειτα από τρεις αναβολές της ημερομηνίας εξόδου και τρεις παρατάσεις που δόθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο από την ΕΕ.

Χρονοδιάγραμμα Διαπραγματεύσεων για το BREXIT

Το Δημοψήφισμα της Αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ 

Το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, με το οποίο το 52% περίπου των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου προτίμησε η χώρα να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οδήγησε στην παραίτηση του τότε Βρετανού Πρωθυπουργού David Cameron και στην αντικατάστασή του, στις 11 Ιουλίου 2016, από την Τheresa May.

Η νέα Βρετανή Πρωθυπουργός ξεκίνησε την διαδικασία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, ανακοινώνοντας ότι θα ενεργοποιήσει το Άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) εντός του 2017 και πράγματι, η ενεργοποίηση του Άρθρου 50 ΣΕΕ από το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε στις 29 Μαρτίου 2017. Επειδή όμως η Βρετανή Πρωθυπουργός επιθυμούσε ευρεία πλειοψηφία του κόμματός της (κόμματος των Συντηρητικών) στο Βρετανικό κοινοβούλιο, για να έχει την δυνατότητα να υιοθετήσει με μεγαλύτερη ευκολία τους προγραμματιζόμενους νόμους για το Βrexit, προκήρυξε, σχεδόν αμέσως μετά την ενεργοποίηση του Άρθρου 50 ΣΕΕ, εθνικές εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν στις 8 Ιουνίου 2017. Οι εκλογές ωστόσο δεν έδωσαν την αναμενόμενη αυτοδυναμία στο Συντηρητικό κόμμα και η Βρετανή πρωθυπουργός συγκρότησε κυβέρνησης συνεργασίας με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βορείου Ιρλανδίας (DUP). Λόγω των ανωτέρω εξελίξεων στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι διαπραγματεύσεις του Άρθρου 50 ΣΕΕ, μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, ξεκίνησαν τελικώς στις 19 Ιουνίου 2017.

Διαπραγματεύσεις κυβέρνησης May (2017-2019) 

Τον Απρίλιο του 2017, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο άρθρου 50 διόρισε τον Michel Barnier ως Επικεφαλής Διαπραγματευτή της ΕΕ και ενέκρινε τις πρώτες Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ για την επικείμενη διαπραγμάτευση με το Ηνωμένο Βασίλειο για την έξοδο του τελευταίου από την ΕΕ. 

Στόχος των πρώτων Κατευθυντήριων Γραμμών ήταν οι διαπραγματεύσεις να διεξαχθούν σε δύο στάδια: πρώτα, να συμφωνηθούν οι όροι του διαζυγίου, δηλαδή η Συμφωνία Αποχώρησης και στη συνέχεια, μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, να διεξαχθούν οι επίσημες διαπραγματεύσεις για την μελλοντική σχέση των δύο πλευρών.

Από πλευράς της, η βρετανική κυβέρνηση εξέφρασε σαφή προτίμηση για παράλληλη διαπραγμάτευση, τόσο των όρων του διαζυγίου, όσο και των όρων της μελλοντικής σχέσης Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ. Στόχος της Βρετανικής πλευράς, ειδικά για την μελλοντική σχέση, ήταν η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ενιαία Αγορά, ο τερματισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων (πολιτών της ΕΕ) στο εδαφός του, η διακοπή της δικαιοδοσίας του ΔΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο και η συνομολόγηση μιας νέας ευρείας εμπορικής συμφωνίας ελευθέρων συναλλαγών με την ΕΕ για αγαθά και υπηρεσίες.

Λόγω του ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ακόμη κράτος-μέλος της ΕΕ κατά την έναρξη των διπραγματεύσεων και δεν μπορούσαν, για θεσμικούς και διαδικαστικούς λόγους, να ξεκινήσουν επισήμως διπραγματεύσεις για την μελλοντική συνεργασία των δύο πλευρών πριν την επίσημη έξοδο του από την ΕΕ, ακολουθήθηκε η διαπραγματευτική μέθοδος που πρότεινε η ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, συγκροτήθηκαν ομάδες διαπραγμάτευσης για τρία θέματα:

  • τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ που ζουν στη Βρετανία και αντίστροφα
  • τις εκκρεμείς οικονομικές υποχρεώσεις της Βρετανίας στην ΕΕ μέχρι το τέλος του τρέχοντος προϋπολογισμού της Ένωσης (2014-2020) και
  • τα σύνορα μεταξύ Βορείου Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας.

Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, τον Δεκέμβριο του 2017, επιτεύχθηκε μερική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ για τα ακόλουθα θέματα: (α) μη ύπαρξη σκληρών συνόρων στην Ιρλανδία, (β) πλήρης προστασία των δικαιωμάτων των ήδη διαβιούντων πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου στα κράτη-μέλη της ΕΕ (και των μελών οικογενείας τους) και των ήδη διαβιούντων πολιτών της ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο (και των μελών οικογενείας τους ) και (γ) οικονομικός διακανονισμός μεταξύ των δύο πλευρών που θα ανέρχεται σε περίπου 35-39 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία θα συνεχίσει να καταβάλει το Ηνωμένο Βασίλειο στον προϋπολογισμό της ΕΕ μέχρι την ολοκλήρωση των προγραμμάτων του για την περίοδο 2014-2020.

Τα θέματα αυτά συμπεριελήφθηκαν σε νομικό κείμενο που αποτέλεσε το προσχέδιο της Συμφωνίας Αποχώρησης. 

Στη συνέχεια, οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Άρθρου 50) συμφώνησαν νέες Κατευθυντήριες Γραμμές, ώστε η διαπραγματευτική ομάδα της ΕΕ να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο για την μεταβατική περίοδο και σε προκαταρκτικές διαβουλεύσεις για τις μελλοντικές σχέσεις και την πιθανή μελλοντική εμπορική συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.

Τον Μάρτιο του 2018, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Άρθρου 50 συναίνεσε στους όρους μεταβατικής περιόδου 21 μηνών (από 29 Μαρτίου 2019 έως 31 Δεκεμβρίου 2020), που συμπεριελήφθησαν στο νομικό κεμείνο της Συμφωνίας Αποχώρησης. Μόνο ουσιαστικό θέμα που έμεινε σε εκκρεμότητα ήταν τα ιρλανδικά σύνορα. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Άρθρου 50 συμφώνησε στις τρίτες, κατά σειρά, Κατευθυντήριες Γραμμές που αφορούσαν την θέση της ΕΕ για την μελλοντική συνεργασία Ηνωμένου Βασιλείου και Ένωσης.  

Στις 13 Νοεμβρίου 2018, οι διαπραγματευτές του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ ολοκλήρωσαν τις διαπραγματεύσεις και συμφώνησαν επί του νομικού κειμένου της (αρχικής) Συμφωνίας Αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, καθώς και στο κείμενο της συνοδευτικής (αρχικής) Κοινής Πολιτικής Διακήρυξης για τις μελλοντικές σχέσεις των δύο πλευρών. Την επόμενη ημέρα, η Βρετανή Πρωθυπουργός εξασφάλισε την υποστήριξη του υπουργικού της συμβουλίου για τα δύο κείμενα.

Στις 25 Νοεμβρίου 2018, οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Άρθρου 50) υποστήριξαν την Συμφωνία Αποχώρησης και την Κοινή Πολιτική Διακήρυξη στα σχετικά Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Άρθρου 50.

Η κύρωση της Συμφωνίας όμως από το κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου αποδείχθηκε δύσκολη.

Προσπάθειες κύρωσης της Συμφωνίας Αποχώρησης και παραίτηση κυβέρνησης May

Έπειτα από δύο αναβολές, η κυβέρνηση May παρουσίασε την Συμφωνία Αποχώρησης προς κύρωση στην Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων στις αρχές Ιανουαρίου 2019 και την έθεσε σε ψηφοφορία στις 15 Ιανουαρίου 2019. Η Συμφωνία καταψηφίσθηκε περίπου από τα 3/4 της Βουλής των Κοινοτήτων. Επρόκειτο για την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ήττα Βρετανικής κυβέρνησης στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η κυβέρνηση May  επανέφερε στη Βουλή των Κοινοτήτων προς ψήφιση τη Συμφωνία Αποχώρησης στις 12 Μαρτίου 2019. Η συμφωνία καταψηφίστηκε για δεύτερη φορά, αλλά με μικρότερη διαφορά. Η τρίτη απόπειρα στις 29 Μαρτίου 2019 κύρωσης της Συμφωνίας επίσης δεν ευοδώθηκε. Η Βρετανή πρωθυπουργός παραιτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2019 και τη θέση της ανέλαβε ο Boris Johnson.

Διαπραγματεύσεις κυβέρνησης Johnson για τη συμφωνία αποχώρησης (2019)

Μόλις ο Boris Johnson ανέλαβε το πρωθυπουργικό αξίωμα, ζήτησε από την ΕΕ επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας Αποχώρησης και συγκεκριμένα της δικλείδας ασφαλείας «backstop» που προβλεπόταν στο Πρωτόκολλο για την Ιρλανδία. Το backstop ρύθμιζε το συνοριακό καθεστώς μεταξύ Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (ΕΕ) και Β. Ιρλανδίας (Ηνωμένο Βασίλειο), με τρόπο ώστε να μην παραβιάζονται οι προβλέψεις της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής (Good Friday Agreement) και να μην χρειασθεί ανέγερση συνοριακών υποδομών και πραγματοποίηση συνοριακών, τελωνειακών και άλλων, ελέγχων (σκληρό σύνορο) μεταξύ Ιρλανδίας και Β. Ιρλανδίας μετά το Brexit.

Συγκεκριμένα προέβλεπε ότι, σε περίπτωση που η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν καταφέρουν να συνάψουν εμπορική συμφωνία μέχρι το τέλος της προβλεπόμενης μεταβατικής περιόδου (31.12.2020, με δυνατότητα παράτασης για ένα ή δύο ακόμη έτη) το Ηνωμένο Βασίλειο θα παρέμενε σε τελωνειακή ένωση με την ΕΕ και ταυτόχρονα η Β. Ιρλανδία θα συνεχίζε να ακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος του κανονιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου της Ενιαίας Αγοράς. Η διευθέτηση αυτή, παρόλο που ήταν προσωρινή (θα συνέχιζε να ισχύει μέχρις ότου αντικαθίστατο από την μελλοντική εμπορική συμφωνία Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ), δεν είχε ημερομηνία λήξης.

Αντιθέτως, το αναθεωρημένο Πρωτόκολλο για την Ιρλανδία προβλέπει μόνιμη διευθέτηση του θέματος, που θα ξεκινήσει να ισχύει στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, ως εξής:

– το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα παραμείνει σε τελωνειακή ένωση με την ΕΕ

– η Β. Ιρλανδία θα είναι στο ίδιο τελωνειακό καθεστώς με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο και, ταυτόχρονα, θα ευθυγραμμιστεί και με το μεγαλύτερο μέρος του κανονιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου της Ενιαίας Αγοράς για τα αγαθά (αγρο-διατροφικά και βιομηχανικά προϊόντα), ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι τελωνειακοί, υγειονομικοί, φυτοϋγειονομικοί και κτηνιατρικοί έλεγχοι στα σύνορα Β. Ιρλανδίας – ΕΕ

– το καθεστώς της Β. Ιρλανδίας θα αναθεωρείται ανά τετραετία, ξεκινώντας από το 2024, από την αποκεντρωμένη διοίκηση της Β. Ιρλανδίας, που θα αποφασίζει για την συνέχιση του και

– η μελλοντική εμπορική σχέση Ηνωμένου Βασιλείου – ΕΕ θα περιοριστεί σε Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών (ΣΕΣ ΕΕ-ΗΒ).

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησαν σε αναθεώρηση της Συμφωνίας Αποχώρησης, του Πρωτοκόλλου για την Ιρλανδία και της Κοινής Πολιτικής Διακήρυξης για τις μελλοντικές σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου – ΕΕ.

Η αναθεωρημένη Συμφωνία Αποχώρησης που περιλαμβάνει το αναθεωρημένο Πρωτόκολλο για την Ιρλανδία κυρώθηκε από το Βρετανικό κοινοβούλιο στις 23 Ιανουαρίου 2020, υπεγράφη από την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 24 Ιανουαρίου 2020, πήρε την συναίνεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 29 Ιανουαρίου 2020 και, τέλος, εγκρίθηκε και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με γραπτή διαδικασία, στις 30 Ιανουαρίου 2020. Η αναθεωρημένη Κοινή Πολιτική Διακήρυξη για τις μελλοντικές σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ επίσης εγκρίθηκε από το Βρετανικό κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Η Μέθοδος Διαπραγμάτευσης